Ιστορία της Ψυχανάλυσης Παιδιού

Η πρώτη ψυχανάλυση παιδιού

Η περίπτωση του “μικρού Χανς” (Freud, 1909b)  θεωρείται η πρώτη ψυχαναλυτική θεραπεία παιδιού. Διεξήχθη από τον πατέρα του αγοριού, Max Graf, μαθητή του Freud. Ο ίδιος ο Freud είδε το παιδί μία και μοναδική φορά αλλά είχε την επίβλεψη της θεραπείας. Ο Freud είχε παροτρύνει τους μαθητές του να κρατούν σημειώσεις για οτιδήποτε αφορούσε την παιδική σεξουαλικότητα προκειμένου να επιβεβαιώσει τις υποθέσεις που είχε διατυπώσει στο: “Τρία δοκίμια για τη θεωρία της σεξουαλικότητας” (1905). (Quinodoz, 2004). Το υλικό από αυτές τις καταγραφές, μέρος του οποίου προέρχεται από την περίοδο πριν από την εκδήλωση της φοβίας, είναι που επεξεργάζεται ο Freud σε αυτή τη δημοσίευση, μαζί βέβαια, με την καταγραφή της ανάλυσης.  

Η δημοσίευση αυτής της περίπτωσης αποτέλεσε ένα πολύτιμο τεκμήριο της ύπαρξης της παιδικής σεξουαλικότητας και αποδείκνυε τις θεραπευτικές ιδιότητες της ψυχανάλυσης και στα παιδιά. 

Πρωτεργάτες της ψυχανάλυσης παιδιών

Γυναίκες ήταν οι πρώτες αναλύτριες παιδιών με προεξάρχουσες βέβαια, τη Melanie Klein  και την Anna Freud. Ωστόσο, ιστορικά η πρώτη ψυχαναλύτρια παιδιών που παραμένει άγνωστη ως σήμερα, ήταν η Hermine Hug-Hellmuth (1871-1924). Ήταν μέλος της Βιεννέζικης Εταιρείας από το 1913 και ασχολήθηκε με τις πρώτες εβδομάδες ζωής του βρέφους και την επίδραση που ασκούν στην συναισθηματική του ανάπτυξη. Την απασχόλησε ακόμα το παιδικό παιχνίδι ως μέσο εκτίμησης της ανάπτυξης του παιδιού. Έβλεπε μία “παιδαγωγική” και “εκπαιδευτική” διάσταση στην ψυχανάλυση του παιδιού. (Quinodoz, 2004).

Η Melanie Klein παρουσίασε το 1919 την εργασία με την οποία έγινε δεκτή στην Ουγγρική Ψυχαναλυτική Εταιρεία με τίτλο “Η ανάπτυξη του παιδιού” που αφορούσε τις κλινικές παρατηρήσεις της για ένα μικρό παιδί – στην πραγματικότητα τον γιό της Έρικ. Την ίδια χρονιά, ξεκίνησε την “τεχνική παρατήρησης των παιδιών από την αυστηρή ψυχαναλυτική σκοπιά” και το 1926 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου θεωρήθηκε καινοτόμος και άρχισε να ασκεί σημαντική επίδραση στον τρόπο που με τον οποίο εργάζονταν οι συνάδελφοί της στη Βρεττανική Εταιρεία (Hinshelwood, 2002). Το 1932 δημοσίευσε την “Ψυχανάλυση του Παιδιού”, ένα βιβλίο όπου εκθέτει τις δικές της καινούργιες απόψεις για την πρώιμη ανάπτυξη του αγοριού και του κοριτσιού. Καθιέρωσε την τεχνική του παιχνιδιού ως μέσου επικοινωνίας και ασυνείδητης έκφρασης του παιδιού, ισοδύναμου με του όνειρου, και υποστήριξε την ερμηνεία της μεταβίβασης στην ανάλυση του παιδιού.

H Anna Freud από το 1927, ανέπτυξε μία διαφορετική θεωρία για την ανάλυση των παιδιών. Στο έργο της “Η ψυχαναλυτική θεραπεία των παιδιών” υποστηρίζει τη χρήση των ονείρων, των σχεδίων και του παιχνιδιού του παιδιού με στόχο την παρατήρηση. Εκείνη τη εποχή -πριν ακόμα ασχοληθεί  με τις αμυντικές διεργασίες του εγώ και την αναγνώριση των αντιστάσεων και στην ανάλυση του παιδιού- εκτιμούσε ότι ο αναλυτής θα έπρεπε να υιοθετήσει μία παιδαγωγική στάση που να συνάδει με την ψυχαναλυτική.  Είχε αρχίσει να ασκεί κριτική στη Melanie Klein με τρόπο όλο και πιο καυστικό (Grosskurth, 1986), ο οποίος κορυφώθηκε με την εγκατάστασή της στο Λονδίνο το 1938.

Η διαμάχη των δύο πρωτοπόρων μορφών, της Melanie Klein και της Anna Freud, στιγμάτισε τη Βρεττανική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, αλλά έδωσε την ευκαιρία επίσης να αναπτυχθεί ένας γόνιμος διάλογος και να γραφτούν πολύ σημαντικά άρθρα για την ψυχανάλυση των παιδιών (Pearl King, Ricardo Steiner, 1992 ). Οδήγησε στη γέννηση της Middle Group, της ενδιάμεσης ομάδας που προσπάθησε να αντιπαραβάλει και/ή να συνθέσει τις αντιτιθέμενες απόψεις. Παρόλη την πόλωση, η Εταιρεία απέφυγε τη διάσπαση και κατάφερε να καθιερωθούν τρία διακριτά μοντέλα σκέψης και εκπαίδευσης. Ακόμα και σήμερα, αυτές οι διαφορετικές σχολές σκέψης υφίστανται και επιδρούν στον τρόπο εργασίας των ψυχαναλυτών παιδιών (και ενηλίκων) σε όλον τον κόσμο, παρό,τι έχει επέλθει άμβλυνση των αντιθέσεων.

Ο D.D.Winnicott, ο πρώτος άντρας αναλυτής παιδιών, παραμένει έως σήμερα ένας από τους πιο επιδραστικούς θεωρητικούς και κλινικούς της ψυχανάλυσης του παιδιού και του ενηλίκου.   Μελέτησε το παιδί από τη γέννηση του και αναπόσπαστα από τη σχέση με το πρόσωπο φροντίδας, κυρίως τη μητέρα. Βασιζόμενος στις κλινικές του μελέτες, διαμόρφωσε τη δική του θεωρία ανάπτυξης, σε απόσταση από τη θεωρία του Sigmund Freud  αλλά και σε διαφωνία με τη Melanie Klein, της οποίας υπήρξε μαθητής. Απέδωσε μεγάλη σημασία στο εξωτερικό περιβάλλον του βρέφους και του παιδιού και εισήγαγε νέες έννοιες επηρεάζοντας τον τρόπο κατανόησης και τη θεραπευτική τεχνική με τα παιδιά και τις πρώιμες παθολογίες στους ενήλικες. Κι άλλοι μελετητές έχουν εισάγει σημαντικές θεωρητικές έννοιες εκκινώντας από την κλινική τους εμπειρία με παιδιά και εφήβους. Αξιοσημείωτη, μεταξύ άλλων, είναι η συνεισφορά των:  Margaret Mahler, Donald Meltzer, Esther Bick, Μoses και Egle Laufer, ….κπλ.. Οι κλινικές τους παρατηρήσεις οδήγησαν σε νέες αναπτυξιακές θεωρήσεις και δρομολόγησαν εξελίξεις στην τεχνική αλλά και σε νέους τρόπους εργασίας με το παιδί και τον έφηβο.